- προφθάσασα
- προφθάσᾱσα , προφθάνωoutrunaor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προφθάνω — ΝΜΑ, και προφταίνω κ. προφτάνω Ν 1. προλαβαίνω να κάνω κάτι πριν από κάποιον άλλο ή προτού συμβεί κάτι (α. «πρόφτασα και βγήκα από το σπίτι» β. «προέφθασεν αὐτὸν ὁ Ἰησοῡς λέγων» ΚΔ, γ. «προφθάσασα καρδία γλῶσσαν» Αισχύλ.) 2. την κατάλληλη στιγμή… … Dictionary of Greek